τριπληγία

τριπληγία
η, Ν
ιατρ. παράλυση τριών άκρων τού σώματος, όπως π.χ. στην νευροσύφιλη και σε περιπτώσεις εγκεφαλικού τραυματισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. triplegia < tri- (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + -plegia (< πληγή + κατάλ. -ία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”